Page 66 - index
P. 66

“Η χάρτινη αδερφούλα”
(για το παιδί)













εlli’s stories / οι ιστορίες της Έλλης



ια φορά και έναν καιρό στην Αθήνα, ήταν ένα γλυκό και ευγενικό κοριτσάκι που το έλεγαν Έλλη.
Η Έλλη, από πολύ μικρή, ήθελε να είχε μια αδελφούλα να παίζουνε μαζί. Δεν έχανε λοιπόν ευ-
καιρία να το ζητάει αυτό από τους γονείς της συνεχώς! Σαν δώρο γενεθλίων, σαν δώρο για τις γι-
ορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα, ή όταν έπαιρνε μπράβο στο νηπιαγωγείο. Δηλαδή, με την
κάθε ευκαιρία που μπορούσε να της δοθεί. Οι γονείς της όμως, της έλεγαν συνεχώς τα ίδια και
τα ίδια... όπως, ότι κάποια στιγμή μπορεί να έρθει κάποιο αδερφάκι αλλά δεν ξέρουν πότε, ή της
έλεγαν ότι θα έρθει, όταν εκείνη μεγαλώσει λίγο ακόμα.
Ο καιρός περνούσε και η Έλλη πέντε χρόνων πλέον, βαρέθηκε να ζητάει αδερφούλα ξανά και
ξανά. Σκέφτηκε λοιπόν, αφού κανείς δεν της “φτιάχνει” αδερφάκι, θα “φτιάξει” μόνη της ένα,
ακριβώς όπως το θέλει η ίδια!
Πήρε λοιπόν ένα μεγάλο χαρτόνι, τους μαρκαδόρους της, και άρχισε να ζωγραφίζει το αδερφάκι
που θα ήθελε. Ζωγράφιζε πολύ όμορφα για την ηλικία της. Αυτό, της το έλεγαν όλες οι δασκάλες
στο νηπιαγωγείο, αλλά και οι γονείς της βέβαια, που την έβλεπαν κάθε μέρα να ασχολείται με χαρτιά, μολύβια και μαρκαδόρους.
Με ένα μαύρο λοιπόν μολύβι, έκανε το σχήμα που ήθελε. Με μια γόμα, διόρθωσε ότι δεν της άρεσε και το ξαναέφτιαξε, μέχρι να
το πετύχει. Μετά, με ένα μαύρο χοντρό μαρκαδόρο, πέρασε το τελικό περίγραμμα για να φαίνεται καλλίτερα. Με το μπλε χρώμα
έφτιαξε τα ματάκια, με το ροζ το στοματάκι, και με το καφέ έφτιαξε τα μαλλιά όλο μπουκλίτσες, όπως της έχει μάθει η μαμά της να
κάνει! Με το σκούρο ροζ έφτιαξε και ένα ωραίο φουστάνι. Μετά, αφού θαύμασε την ζωγραφιά της πολλές φορές, λέγοντας “πόσο
ωραία την έκανα, σαν αληθινή”, πήρε το καλό της το ψαλίδι και άρχισε να κόβει σιγά-σιγά. Κάθε φορά που έκο-
βε, ψιθύριζε το ποίημα που τις έλεγε η μαμά της για το ψαλίδι:
“Όταν το μικρό παιδάκι πάρει ένα ψαλιδάκι,
να θυμάται -μην κοπεί- της μαμάς την συμβουλή:
Έχε σταθερό χεράκι, αγαπούλα μου μικρή,
να κοιτάς το ψαλιδάκι, με περίσσια προσοχή.
Και αν δεν έκοψες ωραία το μικρό σου το χαρτί,
μη σε νοιάζει, δεν πειράζει, πάμε πάλι από την αρχή.
Για να ξέρεις το ψαλίδι, θέλει πάντα υπομονή!”
Έτσι λοιπόν η μικρούλα Έλλη, έκοβε σιγά-σιγά λέγοντας το ποιηματάκι, ξανά και ξανά. Όταν πια τέλειωσε, χα-
μογέλασε στη ζωγραφιά και της είπε: “Είσαι έτοιμη τώρα. Το μόνο που σου λείπει είναι το όνομα. Θα σε λέω...
Λάουρα. Λάουρα λοιπόν, θα είσαι η μικρή μου αδερφούλα!”
Από εκείνη την ημέρα, η μικρή Έλλη, όπου πήγαινε την έπαιρνε πάντα μαζί της. Την πρόσεχε να μην τσαλακω-
θεί, έφτιαχνε χάρτινα μικρά φαγητά να την ταΐσει, την έβαζε δίπλα της να
βλέπουν τηλεόραση. “Αυτή είναι η αδερφούλα μου η Λάουρα” έλεγε σε
όλους και την έδειχνε με καμάρι. Ακόμα και όταν καθόντουσαν σπίτι της
όλοι να φάνε στο τραπέζι, δίπλα στην καρέκλα και η Λάουρα. Κοιμόταν η
Έλλη στο κρεβάτι της, δίπλα και η Λάουρα. Πήγαινε η Έλλη να παίξει με τις
φίλες της, έπαιρνε και την Λάουρα. Πήγαινε η Έλλη στον παππού και την
γιαγιά, από δίπλα και η Λάουρα. Αυτό γινόταν για πολύ καιρό.
Όσο περνούσαν οι μέρες δε, η Έλλη, «δενόταν» πολύ με την Λάουρα.
Έφτασε σε σημείο όχι μόνο να της μιλάει, αλλά και να πιστεύει ότι της
απαντάει κιόλας! Σε όλους έλεγε πια, ότι είναι η αληθινή της αδερφούλα
και ότι την αγαπάει πολύ! Αυτό όμως, ήταν κάτι που ανησύχησε τους γο-
νείς της Έλλης. Δεν έβρισκαν φυσιολογικό πράγμα, το παιδί τους, να έχει
πιστέψει και να έχει αγαπήσει τόσο πολύ, ένα κομμάτι χαρτί.




66
   61   62   63   64   65   66   67   68   69