Page 52 - index
P. 52
(διατροφή)
Η λέξη συσσίτιο μας οδηγεί και σε ένα άλλο συμπέρασμα. Στη σπουδαιότη-
τα του ψωμιού και γενικότερα, των δημητριακών στη διατροφή των Αρχαίων Ελλήνων. Ο σίτος ταυτι-
ζόταν με τη βασικότατη ανθρώπινη τροφή και αποτελούσε, όπως και σήμερα, βάση της διατροφής.
Η σπουδαιότητά του αποδεικνύεται και από τους μύθους που συνδέονται με την προέλευσή του. Τα
δημητριακά γενικά, όπως δηλώνει και η ετυμολογία της λέξης, ήταν οι καρποί της Δήμητρας, της
θεάς – προστάτιδας της γης και συνδέονταν με τις μυστηριώδεις θρησκευτικές τελετές των Ελευ-
σίνιων Μυστηρίων, που πρέσβευαν τη σύνδεση της γεωργικής και ανθρώπινης γονιμότητας, του κύ-
κλου της ζωής του ανθρώπου και της Φύσης. Μάλιστα, οι θνητοί τρώνε σιτάρι και ο,τιδήποτε παράγεται από αυτό, ενώ
οι θεοί δεν μπορούν να τον φάνε, αντιθέτως τρώνε αμβροσία και πίνουν νέκταρ. Το ότι ο σίτος αποτελούσε χαρακτηρι-
στικό της θνητότητας, επιβεβαιώνεται από το δείπνο που περιγράφεται στο ε της Οδύσσειας ανάμεσα στην Καλυψώ και
τον Οδυσσέα. Ενώ η Καλυψώ έδινε στον Οδυσσέα νέκταρ και αμβροσία για να τον κάνει αθάνατο και να τον κρατήσει κο-
ντά της, το τελευταίο βράδυ πριν την αναχώρησή του λόγω της προσταγής του Δία, του δίνει σίτο, γεγονός που τονίζει
τη θνητή του φύση. Να σημειωθεί επίσης, ότι η σπουδαιότητα του σίτου μαρτυρείται και από το ότι συνδέεται με τον αν-
θρώπινο μόχθο για την παραγωγή του, πράγμα που δεν ίσχυε για την κοινωνία των θεών.
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να διευκρινιστεί ότι η αμβροσία και το νέκταρ δεν ξέρουμε ακριβώς τι ήταν. Πάντως, η λέξη
αμβροσία (< α [στερητικό] + βρωτός [= θνητός]) καταδεικνύει την αθανασία των θεών· ομοίως και η λέξη νέκταρ, δι-
ότι η πιθανή ετυμολογική της προέλευση είναι από το στερητικό μόριο νη- και το ρήμα κτείνω (= σκοτώνω), άρα αυτός
που δεν πεθαίνει, ο αθάνατος. Δίνοντας αμβροσία και νέκταρ σε έναν θνητό συστηματικά, μπορούσε να γίνει αθάνατος,
αλλά όχι και αγέραστος, πράγμα για το οποίο έπρεπε να δοθεί η συγκατάβαση του Δία.
Η έλλειψη σιτηρών, κάνει τους ανθρώπους να στραφούν πρώτα στην κατανάλωση κρέατος, έπειτα στα χορταρικά και
τέλος, στον κανιβαλισμό. Ο κανιβαλισμός θεωρείται απολίτιστη συμπεριφορά, όπως αναφέρει και ο Ησίοδος στο ἄργα
καί ἄμέραι (στ. 276-79). Στον κανιβαλισμό, συγκαταλέγεται και η κατανάλωση ωμού κρέατος. Επομένως, το μαγείρεμα
μετατρέπει την κατανάλωση κρεάτων, δηλαδή άλλων ζώντων οργανισμών, σε χαρακτηριστικό της πολιτισμένης κοινωνί-
ας. Έτσι, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η φύση γίνεται πολιτισμός μέσα από το μαγείρεμα. Για παράδειγμα, στις Βάκχες
του Ευριπίδη, η πολιτισμένη συμπεριφορά κλονίζεται, όταν οι βακχίδες τρώνε ωμό κρέας. Ο μεγάλος διανοητής Michel
Foucault αναφέρει, ότι η συστηματοποίηση της διατροφής και οι διάφοροι κανόνες σχετικά με την παραγωγή και την κα-
τανάλωση τροφίμων, συνδεόταν από του Αρχαίους Έλληνες με τη γενικότερη συστηματοποίηση διάφορων περιοχών της
ζωής. Έτσι, ο αυτοέλεγχος και η αυτοσυγκράτηση συνδεόταν άρρηκτα με τον συλλογικό έλεγχο στο πλαίσιο του οίκου,
της πόλης – κράτους ή του στρατού. Κατά συνέπεια, η άποψη ότι οι γυναίκες αδυνατούν να ελέγξουν τις ορέξεις τους,
που προβάλλεται και στον Αριστοφάνη, αποδεικνύει την κατώτερη κοινωνική τους θέση και αντιμετώπιση. Άλλωστε, ο
Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η έλλειψη μέτρου φαίνεται από την εξαχρειωμένη στάση του ατόμου απέναντι στο φαγητό
και τον έρωτα.
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν και την κοινωνική διάσταση του φαγητού. Το φαγητό λοιπόν, αποτελεί και
κοινωνική δραστηριότητα με κοινωνική λειτουργία που καλείται να υπηρετήσει, η οποία φυσικά, διαφοροποιείται σε κάθε
κοινωνία και εποχή. Επομένως, οι Αρχαίοι Έλληνες, αλλά γενικότερα πολλοί αρχαίοι πολιτισμοί, είχαν διαμορφώσει έναν
συγκεκριμένο ηθικό κώδικα που υπηρετούσε η πράξη του φαγητού, τόσο όσον αφορά την παραγωγή του όσο και την
επιλογή και τον τρόπο κατανάλωσής του. Το φαγητό αναπόφευκτα, είχε και εξακολουθεί να έχει και κοινωνική διάσταση
και σημασία, η οποία λειτουργεί ακόμη και σήμερα ως δείκτης μας για να μελετήσουμε και να αντιληφθούμε τη νοοτρο-
πία και την κουλτούρα κάθε λαού. ε
52