Page 49 - index
P. 49
















πέρα από τα υλικά και χειροπιαστά είναι και οι άνθρωποι. Οι ζωντανοί και οι νεκροί. Όταν η μνήμη επα-
ναφέρει στο μυαλό τα πρόσωπα που έχουν φύγει τα ξαναφέρνει κατά κάποιον τρόπο στον ίδιο χώρο όπου
έζησαν. Στον ίδιον χώρο όπου γλέντησαν και με τη σειρά τους υποδεχόταν τους δικούς τους ξενιτεμέ-
νους. Ίσως γι’ αυτό σε παλαιότερες εποχές, η ορχήστρα πριν το πανηγύρι επισκεπτόταν το νεκροταφείο
και έπαιζε ένα μοιρολόι πάνω από τα μνήματα.
Το γλέντι, θα ξεκινήσει από αυτούς που αδημονούν να χορέψουν. Τιμής ένεκεν, συνήθως ήταν οι ξενο-
χωρίτες που θα χόρευαν πρώτοι και μετά οι ντόπιοι. Οι χοροί απλοί, στρωτοί και μετρημένοι, χωρίς πε-
ριττές φιγούρες και γρήγορους ρυθμούς. Η αρχέγονη δωρικότητα του ηπειρώτη, αποτυπώνεται θαρρείς
στον τρόπο που σέρνει το χορό, στον τρόπο που βιώνει το συναίσθημα όταν χορεύει το «βαρύ πωγώνι»,
στον τρόπο που βαραίνει η ψυχή του από τα βάσανα που περνάει κάθε άνθρωπος και που το τραγούδι τα
φέρνει στο νου του. Φτωχός ή πλούσιος, από «μεγάλη» γενιά ή μη, το κέρασμα στα όργανα θα γίνει και με
το παραπάνω. Η κορυφαία στιγμή στην κοινωνική ζωή του χωριού, απαιτεί ο χορευτής να δώσει λεφτά
στην ορχήστρα, όχι για να αποδείξει κάτι στους άλλους ή στον εαυτό του, αλλά για να νιώσει πλήρης και
ολοκληρωμένος. Για να χορέψει και φέτος εκτελώντας το τυπικό, το οποίο μόνο ως τέτοιο δεν το νιώθει.
Η ολοκλήρωση της ψυχής θα έρθει όταν το κλαρίνο παίξει την τελευταία νότα και ο κόσμος χειροκροτή-
σει την προσπάθεια του πρωτοχορευτή. Ύστερα θα μπουν και άλλοι στο χορό.
Σιγά - σιγά, καθώς ο κόσμος που χορεύει πληθαίνει, τα πόδια λυγίζουν από το «μεράκλωμα», το συ-
ναίσθημα σε συνεπαίρνει. Ο κόσμος θα αρχίσει να επισκέπτεται τα γειτονικά τραπέζια, να δουν όσους δε
τους έχουν ξαναδεί, να συζητήσουν, να μάθουν τα νέα, να θυμηθούν, να γελάσουν. Έτσι και παλιότερα,
οι άνθρωποι αγωνιούσαν να μάθουν νέα. Ρωτούσαν αυτούς που ερχόταν από μακριά για δικούς τους ξενι-
τεμένους, λες και η ξενιτιά ήταν μία σπιθαμή τόπος. Αντάμωναν με πόνο ψυχής τους συγγενείς τους από
τα άλλα χωριά, έβλεπαν φίλους που είχαν καιρό να τους ανταμώσουν. Στα πανηγύρια που έχουν κρατή-
σει το παλιό χαρακτήρα τους, ο κόσμος θα λειτουργήσει συνεργατικά. Θα μοιραστεί παραδοσιακό φαγητό
– συνήθως δωρεάν – επ’ ευκαιρία της θρησκευτική εορτής και είναι πολλοί εκείνοι που θα προθυμοποιη-
θούν να βοηθήσουν. Κατάλοιπο της εποχής όπου ο καθένας έφερνε μαζί το φαγητό του και σε ένα υπαί-
θριο συμπόσιο όλοι μοιραζόταν μεταξύ τους τα πάντα.
Η ώρα θα περάσει αλλά το γλέντι δε λέει να σβήσει. Κατά το χάραμα θα σηκωθούν οι πιο μερακλήδες.
Ήρθε η ώρα να χορέψουν «στον τόπο», να χορέψουν αργά και τελετουργικά. Όσοι έχουν μείνει τελευ-
ταίοι, παρακολουθούν εκστασιασμένοι το χορό, που δεν προχωράει σχεδόν καθόλου, αλλά που παραμένει
μονότονος και αργός, σαν το κλαρίνο να αρχίζει να ησυχάζει πλέον, αφού το γλέντι πλησιάζει στο τέλος
του. Είναι ίσως η ώρα που η ορχήστρα θα βγάλει και τα περισσότερα λεφτά. Όταν και αυτό το σύνηθες
κομμάτι της βραδιάς περατωθεί, φτάνει η ώρα του αποχαιρετισμού. Θα τραγουδηθεί το «ήρθε ο καιρός να
φύγουμε» ή «τώρα στα ξεχωρίσματα έλα γιέ μου να φιληθούμε, γιατί έχουμε ζωή και θάνατο ποιος ξέρει
γιε μου κι ανταμωθούμε». Μετά σιωπή.
Οι λίγοι παριστάμενοι ξέρουν πως ήρθε η ώρα για το τελευταίο μοιρολόι. Αυτό, δεν αποτελεί φόρο τι-
μής στους νεκρούς αλλά κλάμα για τους ζωντανούς. Έτσι όπως άρχισε, έτσι θα τελειώσει το πανηγύρι.
Και την επαύριον, ο καθείς θα πάρει το δρόμο του. Η μοίρα του ηπειρώτη, η αέναη μετακίνηση, η στρά-
τα τον συντροφεύει πάντα και παντού. Αυτοί που ήρθαν για το πανηγύρι, θα ξενιτευτούν και πάλι. Και
μόλο που σήμερα η ξενιτιά δεν νοείται με τον ίδιο τρόπο όπως πριν δεκαετίες, ο πόνος παραμένει σχεδόν
ο ίδιος. ε

*Ο Δημήτρης Τάσσης, είναι φοιτητής του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Ιωαννίνων, κατάγε-
ται από το χωριό Αρτοπούλα Ιωαννίνων, στο οποίο πραγματοποιείται πανηγύρι στις 8 Σεπτεμβρίου (Γενέσιο Θεο-
τόκου).



49
   44   45   46   47   48   49   50   51   52   53   54